- αμεταμόρφωτο
- şekil değiştirmeyen
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αμεταμόρφωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν άλλαξε ή δεν αλλάζει μορφή, αμετάβλητος: Το έντομο αυτό μένει αμεταμόρφωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)